- ωσμομετρία
- και ωσμωμετρία και ωσμομέτρηση και εσφ. τ. οσμομέτρηση, η, Νχημ. τεχνική προσδιορισμού τών μοριακών βαρών διαφόρων ουσιών, η οποία βασίζεται στη μέτρηση ωσμωτικών πιέσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. osmometrie (< ὠσμός / ώσμωση + -μετρία*)].
Dictionary of Greek. 2013.